συγκοινωνιακός

συγκοινωνιακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοινωνία («συγκοινωνιακά μέσα»)
2. φρ. α) «συγκοινωνιακό δίκαιο»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών κανόνων που διέπουν γενικά τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων
β) «συγκοινωνιακή οικονομία» — η συστηματική και οργανωμένη τεχνική και οικονομική δραστηριότητα με την οποία παρέχονται μεταφορικές υπηρεσίες έναντι οικονομικού ανταλλάγματος
γ) «συγκοινωνιακή πολιτική» — το σύνολο τών μέτρων που παίρνει ένα κράτος για την παροχή συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων στους πολίτες του και η συμπεριφορά τού κράτους απέναντι στους φορείς τών συγκοινωνιακών υπηρεσιών
δ) «συγκοινωνιακό κόστος» — το κόστος παροχής συγκοινωνιακών υπηρεσιών που ποικίλλει όχι μόνο από τομέα σε τομέα μεταφοράς αλλά και από μέσο σε μέσο
ε) «συγκοινωνιακή γεωγραφία» — κλάδος τής οικονομικής γεωγραφίας ο οποίος ασχολείται με την έρευνα τών λόγων τής διάδοσης τών εναέριων, χερσαίων, θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Επιρρ. συγκοινωνιακά Ν
με συγκοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκοινωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκοινωνιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συγκοινωνία: Οι μεγάλες πόλεις αντιμετωπίζουν σοβαρά συγκοινωνιακά προβλήματα. – Η πόλη αυτή αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τάμπερε — Πόλη (170.000 κάτ.) της Φινλανδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας στο κυβερνείο Χιάμε, σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Κοκεμιάεντόκι. Είναι η δεύτερη σε σημασία πόλη της Φινλανδίας, μετά το Ελσίνκι, από πληθυσμιακή αλλά και από… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

  • Άαλμποργκ — (Aalborg). Πόλη (119.617 κάτ. το 2000) της Δανίας, πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας με την ίδια ονομασία, στο φιορδ Λιμ. Είναι από τα σημαντικότερα λιμάνια της Δανίας, με αξιόλογη βιομηχανία (διυλιστήρια, ναυπηγεία, κονσερβοποιεία) και… …   Dictionary of Greek

  • Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… …   Dictionary of Greek

  • Αρέτσο — (Arezzo). Πόλη (91.700 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στην περιοχή της Τοσκάνης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο και σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος. Ακμαία ετρουσκική και αργότερα ρωμαϊκή πόλη, στον Μεσαίωνα… …   Dictionary of Greek

  • Βρυξέλλες — (γαλλ. Bruxelles, φλαμανδ. Brussel). Πόλη (959.318 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Βελγίου. Οι Β., σύμφωνα με την πρόσφατη (1995) διοικητική ανακατανομή του Βελγίου, αποτελούν αυτόνομη περιφέρεια της ομοσπονδίας της χώρας, αν και τυπικά ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • Δορύλαιον — Αρχαία πόλη της Φρυγίας (σημερινό Εσκί Σεχίρ) στη Μικρά Ασία. Ιδρύθηκε από τον Δορύλαιο από την Ερέτρια κατά τον 6o αι. π.Χ. Αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς κατά τους πολέμους του Λυσίμαχου και του Αντίγονου (περίπου 303 π.Χ.). Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”